- εκβολον
- ἔκβολονἔκ-βολοντό1) залив, бухта, по друг. - мыс, коса
(πόντου ἔ. Eur.)
2) pl. обломки(ναός Eur.)
3) недоносок(νηδύος Eur.)
4) подкидыш(κόρης Eur.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(πόντου ἔ. Eur.)
(ναός Eur.)
(νηδύος Eur.)
(κόρης Eur.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἔκβολον — ἔκβολος thrown out masc/fem acc sg ἔκβολος thrown out neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έκβολος — ἔκβολος, ον (Α) 1. αυτός που ρίχτηκε έξω ή μακριά, ο απόβλητος 2. μάταιος, ανίσχυρος, άχρηστος 3. ξεχωρισμένος 4. διωγμένος 5. το ουδ. ως ουσ. το ἔκβολον α) απόρριμμα, απόβλημα β) στον πληθ. «ναὸς ἔκβολα» τα λείψανα ναυαγισμένου πλοίου που… … Dictionary of Greek